νεάκης

νεάκης
νεάκης, -ες (Α)
βλ. νεήκης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεήκης — νεήκης, δωρ. τ. νεάκης, ες (Α) αυτός που ακονίστηκε πρόσφατα, κοφτερός, νεοακονισμένος, οξύς («ἐξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ήκης (< ἀκή «αιχμή»), πρβλ. αμφ ήκης, ευ ήκης. Το η τού τ. (αντί άκης) οφείλεται στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”